- ἐπεξηγήσεως
- ἐπεξηγήσεω̆ς , ἐπεξήγησιςdetailed accountfem gen sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δίστιγμο — το 1. οι δύο στιγμές (:), άνω και κάτω, που χρησιμοποιούνται ως σημάδι αναμονής, παραδείγματος, επεξηγήσεως κ.λπ., διηγηματικό 2. (στην τυπογραφία) διάστημα πάχους δύο τυπογραφικών στιγμών που τίθεται ανάμεσα σε λέξεις ή γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ευνόητος — η, ο (ΑΜ εὐνόητος) αυτός που τόν καταλαβαίνει κάποιος εύκολα, ευκολονόητος, προφανής («αυτό το κείμενο είναι ευνόητο») νεοελλ. φρ. «είναι ευνόητο» είναι φανερό, σαφές, μπορεί να τό ευνοήσει κάποιος εύκολα, δεν έχει ανάγκη επεξηγήσεως μσν. (για… … Dictionary of Greek